- ποκισμός
- ποκ-ισμός, ὁ,A sheep-shearing, PSI3.233.24 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποκισμός — ὁ, Α [ποκίζω] το κούρεμα τών προβάτων … Dictionary of Greek